μακρομύτικα

μακρομύτικα
μακρομύτικα, τὰ (Μ)
βλ. μακρυμύτικα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακρυμύτικα — και μακρομύτικα και μακρημύτικα, τὰ (Μ) (στην Κωνσταντινούπολη) είδος πολυτελών υποδημάτων που είχαν μακριές μύτες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”